χρυσόψαρο

χρυσόψαρο
το
είδος ψαριού.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • χρυσόψαρο — Κοινή ονομασία του ψαριού κυπρίνος ο χρυσόχρωμος. Χρυσόψαρο (κυπρίνος ο χρυσόχρωμος) σε γυάλα (φωτ. ΑΠΕ). * * * το, Ν 1. κοινή ονομασία πολύ διαδεδομένου ψαριού ενυδρείου, γνωστού με την επιστημονική ονομασία Carassius auratus, που ανήκει στην… …   Dictionary of Greek

  • χρυσ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λέξη χρυσός (Ι) και δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει σχέση, αναφέρεται στον χρυσό ως μέταλλο (πρβλ. χρυσό διφρος, χρυσο σάνδαλος, χρυσο χόος), ότι έχει το χρώμα ή την… …   Dictionary of Greek

  • Δοράς — (Αστρον.). Αστερισμός του νοτίου ημισφαιρίου που βρίσκεται ανάμεσα στους αστερισμούς της Τράπεζας, του Ιπτάμενου Ιχθύος, του Οκρίβαντος, του Γλυφείου, του Ωρολογίου του Δικτύου και του Ύδρου. Παλαιότερα ονομαζόταν Ξιφίας, ενώ η σημερινή του… …   Dictionary of Greek

  • καράσιος — (Carassius). Γένος ψαριών της οικογένειας των κυπρινιδών. Τα άτομα του γένους έχουν μακρύ ραχιαίο πτερύγιο και τα φαρυγγικά τους τόξα είναι διατεταγμένα σε μια σειρά. Στο γένος αυτό ανήκουν δύο είδη: ο κ. ο κοινός και ο κ. ο χρυσόχρωμος. Ο κ. ο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”